έκρυση

Greek Monolingual

η (Α ἔκρυσις)
1. διέξοδος ρέοντος υγρού
2. αποβολή εμβρύου τις πρώτες μέρες μετά τη σύλληψη, (σε αντιδιαστολή προς την έκτρωση)
3. (για τρίχες) πτώση
4. η ουσία που εκρέει.