έμμεσος
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἔμμεσος, -ον)
αυτός που έχει σχέση ή αναφέρεται σε κάποιον άλλο ή ενεργεί και επηρεάζει άλλον όχι άμεσα αλλά μέσω κάποιου τρίτου
νεοελλ.
1. «έμμεση βολή» — βολή εναντίον στόχου που δεν είναι ορατός από εκεί που βάλλει το πυροβόλο
2. «έμμεσοι φόροι» — οι φόροι που επιβάλλονται όχι απ' ευθείας σε φορολογουμένους αλλά με δασμούς σε ορισμένα είδη
3. «έμμεσο αντικείμενο» — ο όρος που συμπληρώνει έμμεσα την έννοια του ρήματος
αρχ.
1. ενδιάμεσος, αυτός που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο άλλους
2. ο μεσολαβητής.