ένδεσμος
Greek Monolingual
ο (AM ἔνδεσμος)
ξύλινος ή μεταλλικός σκελετός για τη σύνδεση και στερέωση τών επιμέρους τμημάτων μιας κατασκευής, τοίχου, εκμαγείου κ.λπ.
νεοελλ.
1. οτιδήποτε χρησιμεύει για τη στήριξη ή σύνδεση του κύριου μέρους εργαλείου, μηχανήματος ή σκεύους
2. ενδέτης
αρχ.
1. λεπτό ύφασμα του οποίου δένονται τα τέσσερα άκρα για να χρησιμοποιηθεί για διήθηση υγρού
2. κομπόδεμα, πουγγί.