-η, -ο (AM ἔνθερμος, -ον)1. ολόθερμος, διάπυρος, φλογερός, διακαής2. μτφ. εγκάρδιος, διακαής, θερμούργός, ολόψυχος3. εμπαθής, παράφορος. επίρρ...ενθέρμωςθερμά, πρόθυμα, διακαώς, με πάθος.