-η, -ο (AM ἔνσωμος, -ον) σώμαενσώματοςμσν.αισθητός, ζωντανόςαρχ.φρ. «ἔνσωμος φράσις» — έκφραση που αναφέρεται με άμεσο τρόπο στα πράγματα, στην ουσία.