έφηβος

Greek Monolingual

ο, η (ΑΜ ἔφηβος, ὁ, Α δωρ. τ. ἔφαβος)
αυτός (ή αυτή) που βρίσκεται στην εφηβική ηλικία, στην ήβη (περίπου από 18 μέχρι 21 ετών), ο νέος (ή η νέα) («ἐπιμελεῖσθαι τῶν ἐφήβων», Αριστοτ.)
αρχ.
1. φρ. «εἰς τοὺς ἐφήβους ἐγγραφῆναι» — να γραφούν στα ληξιαρχικά βιβλία τών εφήβων (Πλάτ.)
2. πάπ. παιδίκαλός ἐστιν ἔφηβος ὁ σός»)
3. νέα κοπέλα («τῷ ὀνόματι τῆς γυναικός καὶ ἡ ἔφηβος παρθένος δηλοῦται», Βασ.)
4. είδος ποτηριού
5. είδος γυναικείου υποδήματος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < επί + -ηβος (< ἥβη), πρβλ. άν-ηβος, πρόσ-ηβος].

Translations

adolescent

Arabic: فَتًى‎, فَتَاة‎; Armenian: պատանի; Asturian: adolescente; Azerbaijani: yeniyetmə; Bashkir: үҫмер; Belarusian: падлетак; Bulgarian: юноша, девойка, юношески; Catalan: adolescent; Chinese Mandarin: 青少年, 少年, 姑娘; Czech: dospívající, puberťák, adolescent; Esperanto: adoleska, adoleskulo, adoleskanto; Estonian: noor, teismeline; Finnish: nuori; French: adolescent; Galician: adolescente, rapaz, rapazolo, mozo, rapazola, rapariga, rapaza, moza; German: Jugendliche; Greek: έφηβος; Ancient Greek: ἁβατάς, ἀγένειος, εἱβάτας, ἔφαβος, ἔφηβος, ἐφῆλιξ, ἡβατάς, ἡβητήρ, ἡβητής, ἡβήτωρ, μειράκιον, μελλείρην, μελλέφηβος, μελλίρην, μέσωρος, νεανισκάριον, νεανίσκος, νεηνίσκος, πάλλαξ, πρόσηβος; Hebrew: נַעַר‎; Hungarian: kamasz, kamaszkori; Ido: adolecanta, adolecanto; Italian: adolescente; Japanese: 青春, 少年, 少女; Korean: 10대, 청소년; Latin: adulescens; Macedonian: малолетник, малолетничка, младинец; Malay: remaja; Persian: برنا‎; Polish: nastolatek, nastolatka, adolescent, nastoletni, dojrzewający, adolescencyjny; Portuguese: adolescente, rapaz, rapariga, moço, moça; Romagnol: adulescént; Serbo-Croatian Roman: adolèscent; Romanian: adolescent, adolescentă; Russian:; Russian: подросток, юноша, девушка, подростковый, юношеский; Scottish Gaelic: ògail, òigear, òganach; Slovene: mladoleten, mladoletnik, mladoletnica; Spanish: adolescente, muchacho, muchacha, chico, chica; Swedish: tonåring; Telugu: కౌమార; Turkish: ergen; Ukrainian: підлі́ток