ήλιξ
Greek Monolingual
ἧλιξ, δωρ. τ. ἇλιξ, και αιολ. τ. ἆλιξ. ό, ἡ (Α)
1. αυτός που έχει την ίδια ηλικία με κάποιον άλλο, ο συνομήλικος
2. ως ουσ. σύντροφος, εταίρος
3. ίσος, όμοιος («ἐν ἅλικι χρόνῳ» — σε ίσο χρόνο, Βακχυλ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < σFālıξ. To F διατηρείται στον κρητικό τ. Fαλικιώτης «συνομήλικος». Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα swe- «ιδιαίτερος», από την οποία προέρχονται και οι αντωνυμίες ε, εός και συνδέεται με το αρχ. ελλ. έ-της «συγγενής» και το αρχ. ινδ. sva-ka «συγγενής». Τής καταλήξεως -ς τών αθεμάτων προηγείται ένα καταληκτικό στοιχείο που θυμίζει έντονα το ηλίκος. Αν όντως πρόκειται για το ίδιο καταληκτικό στοιχείο, εφόσον ήλιξ < σFα-(α)λικ-ς, επομένως και ηλίκος < ᾱ-(α)λικος και όχι < α-αλ(ι)-ικός (βλ. λ. ηλίκος).
ΠΑΡ. ηλικία.
ΣΥΝΘ. ενήλιξ, μεσήλιξ, ομήλιξ, συνομήλιξ, υπερήλιξ
αρχ.
βραχυήλιξ, ευήλιξ, εφήλιξ, ισήλιξ, καθήλιξ, νεοήλιξ, ομοήλιξ, παναφήλιξ, παρήλιξ, προήλιξ, συνήλιξ, τανυήλιξ].