Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καθήλιξ

From LSJ

Greek Monolingual

καθῆλιξ, -ικος, ὁ, ἡ (Α)
συνομήλικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἧλιξ «συνομήλικος»].