αβάρετος

Greek Monolingual

(I)
-η, -ο
1. ο πάντοτε πρόθυμος για εργασία, ακούραστος, ακαταπόνητος
2. αυτός που δεν γίνεται ενοχλητικός, βάρος στον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερητ. + βαρετός].
(II)
και -ητος, -η, -ο
1. αχτύπητος, άδαρτος
2. αλάβωτος, ατραυμάτιστος
3. «γάλα αβάρετο» — το γάλα που δεν χτυπήθηκε με ειδικό ξύλινο όργανο για να αποχωριστεί το βούτυρό του
4. ενεργ. αυτός που δεν χτύπησε, δεν ήχησε, δεν εκπυρσοκρότησε
5. (για τον ήλιο) αυτός που δεν ανέτειλε.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερητ. + βαρώ].