Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
(Α ἀγκυλῶ, -όω)νεοελλ.1. κεντρίζω, τρυπώ με αιχμηρό αντικείμενο (αγκύλι, αγκάθι, βελόνα κ.ά.)2. ερεθίζω, ενοχλώ, πειράζωαρχ.κάνω κάτι αγκύλο, κυρτώνω, κάμπτω.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγκύλος.ΠΑΡ. αγκυλωτός αρχ. ἀγκύλωσιςνεοελλ.αγκυλωσιά].