αδρανής
Greek Monolingual
-ές (Α ἀδρανής)
ο μη δραστήριος, οκνός, νωθρός
νεοελλ.
ακίνητος
αρχ.
1. αδύναμος, ασθενικός
2. (για τον σίδηρο) αυτός που έχει χάσει τη δύναμή του, ο άχρηστος
3. ανύπαρκτος, φανταστικός, πλασματικός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + δραίνω.
ΠΑΡ. ἀδράνεια, ἀδρανῶ
μσν.
ἀδρανικός.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αδρανοποιώ].