αθρεψία
Greek Monolingual
η (Μ ἀθρεψία)
έλλειψη κανονικής θρέψης, ελλιπής θρέψη, ατροφία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + θρέψις
ο όρος αθρεψία (πρβλ. γαλλ. athrepsie) εισήχθη από τον Pavvot το 1874 και στην ιατρική ορολογία, για να δηλώσει μια γενικότερη μορφή δυστροφίας, που παρατηρείται σε βρέφη που πάσχουν από οξείες πεπτικές διαταραχές.
ΠΑΡ. αθρεψικός].