αθρεψικός

From LSJ

ἁλῶν δὲ φόρτος ἔνθεν ἦλθεν, ἔνθ' ἔβη → light come, light go | easy come, easy go

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό αθρεψία
1. ο σχετικός με την αθρεψία
2. (και ως ουσ.) αυτός που πάσχει από αθρεψία.