ἁλῶν δὲ φόρτος ἔνθεν ἦλθεν, ἔνθ' ἔβη → light come, light go | easy come, easy go
-ή, -ό αθρεψία1. ο σχετικός με την αθρεψία2. (και ως ουσ.) αυτός που πάσχει από αθρεψία.