αιματόεις

Greek Monolingual

αἱματόεις, -εσσα, -εν και (συνηρ.) -τοῦς, -τοῦσσα, -τοῦν (Α) αἷμα
1. ο γεμάτος από αίμα, αιματηρός
2. αιματόχρωμος, κόκκινος
3. αιμάτινος, από αίμα
4. αιματώδης, φονικός.