αιτιάρης

Greek Monolingual

αιτία
1. αυτός που ζητάει αφορμή για καβγά, φιλόνικος, καβγατζής
2. αυτός που έχει τάση να αρρωσταίνει, φιλάσθενος, καχεκτικός
3. (ιδιαίτερα) φυματικός, χτικιάρης.