ακαματεύω

Greek Monolingual

και ακαματεύγω
1. είμαι ή γίνομαι ακαμάτης, τεμπέλης
«άλλος εμάζευε ελιές κι άλλος ακαμάτευε»
2. (για κοπάδια) κάθομαι στον ίσκιο, σταλίζω, σταλιάζω
3. ξεκουράζομαι το μεσημέρι, βλ. ακαμάτεμα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ακαμάτης.
ΠΑΡ. ακαμάτεμα].