ακρισία

Greek Monolingual

η (Α ἀκρισία) (Ν και -σιά) ἄκριτος
διανοητική ανεπάρκεια, έλλειψη ορθής κρίσης, εσφαλμένη κρίση ή επιλογή, απερισκεψία
αρχ.
1. έλλειψη τάξης, αταξία, σύγχυση
2. (για νόσο) το να μη φτάνει μια αρρώστια στο κρισιμότερο σημείο της.