αλαφροσύνη
Greek Monolingual
η αλαφρός
1. έλλειψη μεγάλου βάρους, ελαφρότητα
2. αμεριμνησία, ευθυμία
3. επιπολαιότητα, ανοησία
4. αλάφρωμα, βελτίωση στην κατάσταση ενός αρρώστου.
η αλαφρός
1. έλλειψη μεγάλου βάρους, ελαφρότητα
2. αμεριμνησία, ευθυμία
3. επιπολαιότητα, ανοησία
4. αλάφρωμα, βελτίωση στην κατάσταση ενός αρρώστου.