αμβλύνω
Greek Monolingual
(Α ἀμβλύνω)
Ι. ενεργ.
1. κάνω κάτι αμβλύ, στομώνω την κόψη ή την αιχμή του
2. ελαττώνω την οξύτητα, μετριάζω, εξασθενίζω
ΙΙ παθ.
1. γίνομαι αμβλύς, χάνω την οξύτητα μου
2. εξασθενώ, μετριάζομαι
αρχ.
Ι ενεργ. (για το κρασί) ελαττώνω τη δύναμή του, το νερώνω
ΙΙ παθ.
1. (για χρησμό) χάνω τη δύναμή μου
2. (για την ψυχή) αποθαρρύνομαι, αποκαρδιώνομαι, αθυμώ.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ἀμβλύς.
ΠΑΡ. άμβλυνση αρχ. (-σις), αμβλυντικός].