άμβλυνση
From LSJ
στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → for no one loves the messenger who brings bad news
Greek Monolingual
η (Α ἄμβλυνσις) ἀμβλύνω
το να γίνεται κάτι αμβλύ, μετριασμός, ελάττωση ή απώλεια της οξύτητας, της αιχμηρότητάς του, στόμωμα
νεοελλ.
μείωση της οξύτητας τών παθών, μετριασμός, κατευνασμός, μαλάκωμα.