άμβλυνση

From LSJ

Δειναὶ γὰρ αἱ γυναῖκες εὑρίσκειν τέχνας → Multum struendas mulier ad fraudes valet → Intrigen zu ersinnen ist die Frau geschickt

Menander, Monostichoi, 130

Greek Monolingual

η (Α ἄμβλυνσις) ἀμβλύνω
το να γίνεται κάτι αμβλύ, μετριασμός, ελάττωση ή απώλεια της οξύτητας, της αιχμηρότητάς του, στόμωμα
νεοελλ.
μείωση της οξύτητας τών παθών, μετριασμός, κατευνασμός, μαλάκωμα.