αμυντήριος

Greek Monolingual

ἀμυντήριος, -ον (Α) ἀμυντήρ
1. ο κατάλληλος για άμυνα, αμυντικός
2. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) τὸ ἀμυντήριον
α) μέσον άμυνας
β) οχύρωμα, προπύργιο
γ) αντιφάρμακο, αντίδοτο
δ) αμυντικό όπλο
ε) διέξοδος, διαφυγή.