αμυντικός

From LSJ

Δίκαιος ἀδικεῖν οὐκ ἐπίσταται τρόπος → Iniuste facere nesciunt mores probi → Ein rechter Sinn versteht sich nicht aufs Unrecht tun

Menander, Monostichoi, 136

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀμυντικός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην άμυνα
2. πρόσφορος, κατάλληλος για άμυνα
αρχ.
1. (για ζώα) ο πρόθυμος, έτοιμος να αποκρούσει επίθεση ή ενόχληση (αντίθ. φυλακτικός)
2. (το θηλυκό ως ουσιαστικό) ή αμυντική
τέχνη, τρόπος, μέσα άμυνας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμύνω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αμυντικότητα].