ανάγκαση

Greek Monolingual

η αναγκάζω
1. χρεία, ανάγκη
2. καταναγκασμός, επίμονη πίεση
3. θυμός, οργή
4. σφίξιμο, τάνυσμα κατά την αποπάτηση
5. χρήση βίας
6. στον πληθ. ωδίνες τοκετού, πόνοι της γέννας.