ανάγλυφο

Greek Monolingual

το (Α ἀνάγλυφον)
1. κάθε παράσταση που είναι γλυπτή, σκαλισμένη σε πλάκα από μάρμαρο, μέταλλο κ.λπ., σε τρόπο ώστε να προεξέχει από την επιφάνειά τους
τα ανάγλυφα διακρίνονται σε πρόστυπα και έκτυπα
2. (Τοπογρ.) η τρισδιάστατη αναπαράσταση του γενικά ανώμαλου εδάφους, με τη βοήθεια ανάγλυφου χάρτη ή στερεοσκοπικής εικόνας. Γενικά ο όρος χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει και την τρισδιάστατη μορφή τών ανωμαλιών του εδάφους, καθώς και ως συνώνυμος του όρου «μορφολογία του εδάφους».
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ουσ. του επιθ. ἀνάγλυφος σε χρήση ουσιαστικού.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αναγλυφοειδής, αναγλυφοποιός].