ανήνιος

Greek Monolingual

(I)
ἀνήνιος, -ον (Α)
1. ο χωρίς δυσφορία, δίχως πόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ιων. τ. αντί ανάνιος < αν- στερ. + ανία «δυσφορία, πόνος»].
(II)
ἀνήνιος, -ον (Α) ηνίον
ο χωρίς ηνία, αχαλίνωτος, θρασύς.