αναγιγνώσκω
Greek Monolingual
και αναγινώσκω (Α ἀναγιγνώσκω και ἀναγινώσκω)
διαβάζω
αρχ.-μσν.
φοιτώ, σπουδάζω, είμαι μαθητής
αρχ.
1. γνωρίζω καλά, με βεβαιότητα
2. αναγνωρίζω
3. παραδέχομαι, ομολογώ ότι κάτι είναι δικό μου
4. πείθω κάποιον να κάνει κάτι
5. (η παθ. μτχ. πρκ. στη φρ.) «τα βιβλία τα ανεγνωσμένα», αυτά που έχουν διαβαστεί, δηλ. τα δημοσιευμένα (αντίθ. του ανέκδοτα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + γιγνώσκω.
ΠΑΡ. ανάγνωση (-ις), ανάγνωσμα, αναγνώστης νεοελλ. αναγνώσιμος].