αναζώννυμι
Greek Monolingual
ἀναζώννυμι, -ννύω (ΑΜ) (και Ν αναζώνω)
νεοελλ.
1. φορώ κάτι σαν ζώνη ή το φορώ κρεμώντας το απ’ τη ζώνη
2. (για κτήρια) περιβάλλω με ζώνη
μέσ.
3. φορώ κάτι σαν ζώνη ή το φορώ κρεμώντας το απ’ τη ζώνη
4. διορθώνω τη ζώνη «αναζώσου λιγάκι»
(μσν. -αρχ.)
1. ζώνω εκ νέου, ξαναζώνω μέσ.
2. φορώ
3. ετοιμάζομαι για δράση
αρχ.
1. ανακαλώ απόμαχο στη στρατιωτική υπηρεσία
2. μτφ. επαναφέρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + ζώννυμι, ζωννύω.
ΠΑΡ. αναζώστρα νεοελλ. ανάζωστος Ι, ανάζωστρο].