αναλιγδιάζω

Greek Monolingual

1. (για πορώδη αγγεία που περιέχουν υγρό) σχηματίζω λίγδα, αναδίδω υγρασία στην επιφάνεια
2. γίνομαι νερουλός, αναλιγώνω.