αναπίπτω

Greek Monolingual

ἀναπίπτω και ποιητ. ἀμπίπτω (Α)
1. πέφτω προς τα πίσω, κλίνω το σώμα προς τα πίσω όπως οι κωπηλάτες
2. αποσύρομαι, υποχωρώ
3. δειλιάζω, διστάζω
4. (για σχέδια) ματαιώνομαι, εγκαταλείπομαι
5. εκτοπίζομαι, διώχνομαι
6. ανακλίνομαι, ανάκειμαι για το δείπνο
7. (μτχ. ενεργ. πρκμ.) ἀναπεπτωκώς, -υῖα, -ός αυτός που δεν έχει ζωή ή ζωντάνια, άψυχος, άτονος.