ανεργία

Greek Monolingual

η (Α ἀνεργία)
1. ακούσια αποχή από εργασία, έλλειψη απασχόλησης, αναδουλειά
2. Ιατρ. κατάπαυση της αλλεργίας σε άτομο που προηγουμένως αντιδρούσε θετικά σε κάποιο αντιγόνο
αρχ.
ραθυμία, οκνηρία.