η (Α ἀνεργία)1. ακούσια αποχή από εργασία, έλλειψη απασχόλησης, αναδουλειά2. Ιατρ. κατάπαυση της αλλεργίας σε άτομο που προηγουμένως αντιδρούσε θετικά σε κάποιο αντιγόνοαρχ.ραθυμία, οκνηρία.