(AM ἀνταίρω) αίρω(μσν. επαναστατώαρχ.1. σηκώνω, υψώνω κάτι εναντίον κάποιου2. υψώνω κάτι (πυρσό ή σημείο) για να δώσω απάντηση3. ανθίσταμαι4. (για υψώματα) υψώνομαι παράλληλα ή απέναντι από άλλο ύψωμα.