ανταίρω

Greek Monolingual

(AM ἀνταίρω) αίρω
(μσν. επαναστατώ
αρχ.
1. σηκώνω, υψώνω κάτι εναντίον κάποιου
2. υψώνω κάτι (πυρσό ή σημείο) για να δώσω απάντηση
3. ανθίσταμαι
4. (για υψώματα) υψώνομαι παράλληλα ή απέναντι από άλλο ύψωμα.