αντιπαθώ
Greek Monolingual
(AM ἀντιπαθῶ, -έω) αντιπαθής
νεοελλ.
αισθάνομαι αντιπάθεια για κάποιον
αρχ.-μσν.
έρχομαι σε αντίθεση, αντιδρώ
μσν.
χρησιμεύω ως αντιφάρμακο
αρχ.
1. επηρεάζομαι
2. δέχομαι αντίθετη επίδραση
3. (Μετρ.) εμφανίζω αντιπάθεια, αντίσπαση του ρυθμού.