αντιφωνώ
Greek Monolingual
(AM ἀντιφωνῶ, -έω)
απαντώ σε προσφώνηση
μσν.- νεοελλ.
ψάλλω τα αντίφωνα
αρχ.
1. απαντώ, αποκρίνομαι
2. αποκρίνομαι μεγαλόφωνα
3. (για λύρα) απαντώ, ηχώ με ερωτικές μελωδίες
4. αποκρίνομαι με επιστολή
5. βρίσκομαι σε διαφωνία, σε ασυμφωνία με κάποιον ή κάτι
6. αποκρίνομαι αντί άλλου, είμαι υπεύθυνος για άλλον.