αξιωματικός

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἀξιωματικός, -ή, -όν)
1. αυτός που έχει σχέση με ανώτερα αξιώματα ή αναφέρεται σ' αυτά
2. ο σχετικός με αξιώματα της Λογικής ή των Μαθηματικών
νεοελλ.
Ι. 1. βαθμοφόρος των ενόπλων δυνάμεων από τον βαθμό του ανθυπολοχαγού (και των αντίστοιχών του) και άνω
2. βαθμοφόρος οποιουδήποτε σώματος με στρατιωτική οργάνωση
3. όποιος ανήκει στο Τάγμα κάποιου παρασήμου
II. φρ. «αξιωματική αντιπολίτευση» — το πρώτο κόμμα (με τους περισσότερους βουλευτές) της Αντιπολίτευσης μέσα στη Βουλή
αρχ.
(για λόγο ή αίτηση) ικετευτικός, παρακλητικός
το αρσ. ως ουσ. αξιωματικός
ο αξιωματούχος, αυτός που κατέχει κάποιο αξίωμα.