απεικάζω
Greek Monolingual
(AM ἀπεικάζω) [< απ(ο) + εικάζω]
1. απεικονίζω, αναπαριστάνω
2. κάνω εικασία, υποθέτω
3. συμπεραίνω
4. αντιλαμβάνομαι, εννοώ
νεοελλ.
1. αναγνωρίζω, διακρίνω κάτι από μακριά
2. γνωρίζω, ξέρω
αρχ.
1. συγκρίνω, παραβάλλω
2. φρ. «ὡς ἀπεικάσαι» — όπως θα μπορούσε κανείς να υποθέσει.