αποδεικνύω
Greek Monolingual
κ. αποδείχνω (AM ἀποδεικνύω κ. -δείκνυμι)
1. παρέχω στοιχεία για να επιβεβαιώσω ή να τεκμηριώσω ισχυρισμό, υπόθεση, γνώμη
2. κάνω κάτι φανερό, αποκαλύπτω
αρχ.
Ι. 1. παρουσιάζω
2. υπολογίζω
3. δημοσιεύω νόμο
4. ορίζω, καθορίζω
5. προσφέρω, παρέχω
6. αφιερώνω
7. διορίζω
8. παριστάνω, κάνω κάποιον να φανεί ότι είναι ή κάνει κάτι
9. (με επίθ.) καθιστώ, κάνω κάποιον κάτι
10. διατάζω
II. (μέσ., -ομαι κ. -υμαι)
1. επιδεικνύω, εμφανίζω
2. εκφράζω, διακηρύσσω
III. (μτχ. παθ. πρκμ.), αποδεδειγμένος, -η, -ο
αυτός που έχει αποδειχθεί, εξακριβωθεί, φανερωθεί.