η (Α ἀπορροή) απορρέωνεοελλ.χημ. το χημικό στοιχείο ατομικού αριθμού 86αρχ.1. ροή από κάπου2. ρέμα, ρυάκι3. (για ποτάμια) εκπήγαση4. αναθυμίαση5. εκροή, εκπόρευση6. (για φύλλα) αποβολή, πτώση.