αποτέμνω

Greek Monolingual

(AM ἀποτέμνω)
κόβω, αποκόπτω, αποχωρίζω
αρχ.-μσν.
(-ομαι) ευνουχίζομαι
αρχ.
Ι. 1. (με γεωγρ. σημασία) χωρίζω, διαιρώ
2. (για συζήτηση) απομονώνω, θέτω χωριστά
II. (-ομαι)
1. αποχωρίζω κάτι από την κοινή χρήση, αφιερώνω, καθιερώνω
2. αποχωρίζω για δική μου χρήση, αποσπώ
3. φρ. «ἀποτέμνω βαλάντια» — κλέβω πορτοφόλια, είμαι πορτοφολάς.