αρώ

Greek Monolingual

ἀρῶ (-όω) (Α)
1. οργώνω, καλλιεργώ
2. σπείρω
3. (για άνδρα) συνουσιάζομαι και τεκνοποιώ
4. παθ. (-ούμαι) γεννιέμαι
5. μέσ. καρπούμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αρόω βασίζεται σε πρωταρχικό αθέματο ΙΕ. ενεστώτα δισύλλαβης ρίζας, στην οποία η δεύτερη συλλαβή αποτελεί τη συνεσταλμένη βαθμίδα, που αντιπροσωπεύει ΙΕ.3, το οποίο στους ελληνικούς τ. εμφανίζεται κυρίως ως -ο. Οι τ. με ω (πρβλ. αρώσιμος, αρώμεναι κ.ά) είναι μεταγενέστεροι και πιθ. αποτέλεσμα μετρικής εκτάσεως. Η μεταβολή του -ο σε - στους δωρικούς τ. (πρβλ. αράσοντι, ενάρατον κ.λπ.) δεν έχει ερμηνευθεί, ενώ το στο λατ. arare είναι πιθ. υστερογενές. Τέλος, σε άλλες γλώσσες το ρ. εμφανίζεται με ενεστώτα σε ye / yo
πρβλ. μσν. ιρλ. airim, γοτθ. arzan, λιθ. ariu (απρμφ. άrti), αρχ. σλαβ. orjο (απρμφ. orati). Το αρώ απαντά με βασική σημασία «οργώνω, καλλιεργώ» (Ομη ρ., Ιων.-Αττ.) διακρίνεται δε από το ρ. φυτεύω.
ΠΑΡ. άροσις
αρχ.
αροτήρ, αρότης, άροτος, άρωμα (II).
ΣΥΝΘ. αρχ. εναρώ, υπαρώ
μσν.
απαρώ].