Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
αστυβοώτης
Greek Monolingual
(-ου), ο (Α) (για κήρυκα) αυτός που φωνάζει δυνατάμέσα στην πόλη. [ΕΤΥΜΟΛ.<άστυ+βοώ (-άω). Ο τ. αστυβοώτης, που οφείλεται σε διέκταση (αντί του αστυβοήτης), οδηγεί στην υπόθεση ενός τ. αστυβώτης (με ιωνική συναίρεση του -οη- σε -ω-)].