ασφοδελός

Greek Monolingual

ἀσφοδελός, ο (Α)
1. ο γεμάτος ασφοδέλους («ἀσφοδελὸς λειμών» — ο τόπος όπου ησυχάζουν οι σκιές των ομηρικών ηρώων στον άλλο κόσμο)
2. ανθισμένο λιβάδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ασφοδελός, ως επίθ. του ουσ. ασφόδελος, με διαφορά στη θέση του τόνου κατ' αντιδιαστολή προς το ουσιαστικό].