ατίζω
Greek Monolingual
ἀτίζω (Α)
1. δεν τιμώ κάποιον, αδιαφορώ
2. στερώ κάποιον από την τιμή που του οφείλεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + θέμα του τίω, σπάνιος σχηματισμός ρήματος σε -ίζω, που δεν είναι ονοματικό παράγωγο, με πιθανή επίδραση του ατιμάζω ή του ουκ αλεγίζω. Το ατίζω απαντά κυρίως στη μτχ. ενεστ. (Ιλιάδα, Αισχύλος, Ευριπίδης), στην οριστική ενεστώτος (Ευριπίδης), στο απρμφ. (Σοφοκλής) και στον μέλλοντα (Αισχύλος) με τη σημασία του «περιφρονώ», όταν όμως συντάσσεται με γενική σημαίνει «στερώ»].