αλεγίζω

From LSJ

τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)

Source

Greek Monolingual

ἀλεγίζω (Α) ἀλέγω
(επικό ρήμα που χρησιμοποιείται μόνο στον ενεστώτα και παρατατικό) μεριμνώ, φροντίζω, δίνω σημασία, λογαριάζω.