η (AM ἀφάνεια) αφανής1. το να μη φαίνεται κανείς ή κάτι2. έλλειψη φήμης, ασημότητανεοελλ.μτφ.1. το να έχει αποσυρθεί κανείς από την ενεργή ζωή2. το να χάνει κανείς τη φήμη τουαρχ.1. ασάφεια, αβεβαιότητα2. απώλεια, εξαφάνιση.