ἀφάνεια
οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship
English (LSJ)
ἡ,
A obscurity, uncertainty, τύχας Pi.I.4(3).49: metaph., ἀξιώματος ἀφάνεια = want of illustrious birth or rank, Th.2.37.
2 invisibility, Dam. Pr.6.
II disappearance, destruction, A.Ag.384 (lyr.), Procl. in Prm.p.840S.—The form ἀφανία is mentioned by A.D.Synt.341.8.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): ἀφανία A.D.Synt.341.8
• Prosodia: [-φᾰ-]
I 1incertidumbre, imposibilidad de vislumbrar ἀ. τύχας ... πρὶν τέλος ἄκρον ἱκέσθαι imposibilidad de vislumbrar la fortuna antes de alcanzar la meta final Pi.I.3(4).49.
2 fig. oscuridad de linaje ἀξιώματος ἀφανείᾳ por la oscuridad de su situación social Th.2.37, ὡς καὶ ἀπάτορος αὐτοῦ ὑπ' ἀφανείας ὄντος en la idea de que era huérfano por la oscuridad de su linaje D.C.76.9.4.
3 invisibilidad ἀφάνειαν καθ' ἣν ἀγνοεῖται καὶ ἀφανές ἐστι τοῖς πᾶσιν ... καθάπερ ἡ τυφλότης Dam.Pr.6.
II desaparición, destrucción οὐ γάρ ἐστιν ἔπαλξις ... ἀνδρὶ λακτίσαντι ... δίκας βωμὸν εἰς ἀφάνειαν no hay baluarte de defensa para el que derriba con el pie el altar de la justicia para su destrucción A.A.384, cf. Procl.in Prm.1072.6.
German (Pape)
[Seite 407] ἡ, Unsichtbarkeit, dah. a) Ungewißheit, τύχας Pind. I. 3, 49. – b) Untergang, Verderben, Aesch. Ag. 375. – c) ἀξιώματος, Mangel an Ansehen, thuc. 2, 37.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 obscurité;
2 disparition, ruine, perte.
Étymologie: ἀφανής.
Russian (Dvoretsky)
ἀφάνεια: (φᾰ) ἡ
1 темнота, неясность (τύχας Pind.);
2 безвестность, незнатность (ἀξιώματος Thuc.);
3 исчезновение, гибель (λακτίζειν τι εἰς ἀφάνειαν Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀφάνεια: ἡ, τὸ οὐσιαστ. τοῦ ἀφανής, τὸ μὴ φαίνεσθαι, σκότος, ἀσάφεια, Πινδ. Ι. 4. 52 (3.49)· μεταφ., ἀξιώματος ἀφ., ἔλλειψις ἐνδόξου καταγωγῆς ἤ βαθμοῦ, Θουκ. 2.37. ΙΙ. ἐξαφάνισις. παντελὴς ὄλεθρος, ἀπώλεια, Αἰσχύλ. Ἀγ. 384· - ὁ τύπος ἀφανία μνημονεύεται ὑπὸ Ἀπολλων. ἐν τῷ π. Συντάξ. σ. 341.
English (Slater)
ᾰφᾰνεια obscurity, uncertainty c. gen. ἔστιν δ' ἀφάνεια τύχας καὶ μαρναμένων (I. 4.31)
Greek Monolingual
η (AM ἀφάνεια) αφανής
1. το να μη φαίνεται κανείς ή κάτι
2. έλλειψη φήμης, ασημότητα
νεοελλ.
μτφ.
1. το να έχει αποσυρθεί κανείς από την ενεργή ζωή
2. το να χάνει κανείς τη φήμη του
αρχ.
1. ασάφεια, αβεβαιότητα
2. απώλεια, εξαφάνιση.
Greek Monotonic
ἀφάνεια: ἡ,
I. αφάνεια, σκοτάδι, ασάφεια, ἀξιώματος ἀφάνεια, έλλειψη ένδοξης καταγωγής, σε Θουκ.
II. εξαφάνιση, ολοκληρωτική απώλεια, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
[From ἀφανής
I. obscurity, ἀξιώματος ἀφ. want of illustrious birth, Thuc.
II. disappearance, utter destruction, Aesch.
Lexicon Thucydideum
Translations
destruction
Arabic: تَدْمِير, هَدْم, تَلَف; Belarusian: руйнаванне, разбурэнне, знішчэнне; Bulgarian: разрушение, унищожение; Catalan: destrucció; Chinese Mandarin: 毀滅, 毁灭, 破壞, 破坏; Czech: destrukce, zničení; Danish: ødelæggelse; Dutch: vernietiging; Esperanto: detruo; Finnish: tuhoaminen, hävitys, hävittäminen; French: destruction; Galician: destrución; Georgian: განადგურება; German: Zerstörung, Vernichtung; Gothic: 𐍆𐍂𐌰𐌻𐌿𐍃𐍄𐍃, 𐌵𐌹𐍃𐍄𐌴𐌹𐌽𐍃; Greek: καταστροφή, συντριβή, αφανισμός, χαλασμός, κατεδάφιση, κατάλυση; Ancient Greek: ἅλωσις, ἀμαύρωσις, ἀναίρεσις, ἀναστασία, ἀνάστασις, ἀναστάτωσις, ἀπόλειψις, ἀποτυμπανισμός, ἀποφθορά, ἀποφθορή, ἀπώλεια, ἄρσις, ἀφάνεια, ἀφανία, ἀφάνισις, ἀφανισμός, δανοτής, δαπάνη, δῄωσις, διακοπή, διάλυσις, διασκέδασις, διαφθορά, διαφθορή, διαφορά, εἴσπτωσις, ἐκρίζωσις, ἐκτριβή, ἔκτριψις, ἐξάλειψις, ἔξαρσις, ἐξαφάνισις, ἐξαφανισμός, ἐξολέθρευμα, ἐξολέθρευσις, ἐξώλεια, ἐπαναίρεσις, ἔπαρσις, ἐπιτριβή, ἐρήμωσις, θραῦμα, θραῦσις, καθαίρεσις, κατακονή, κατακονά, κατάλυσις, καταστροφή, καταφθορά, κοπή, λοιγός, ὀλέθρευσις, ὄλεθρος, σύντριψις, τὸ δαπανητικόν, φθαρσία, φθορά, φθορή, φθόρος; Hausa: ɓarna; Hebrew: הריסה, הרס, הַשְׁמָדָה, חֻרְבָּן; Hindi: नाश, विनाश; Icelandic: eyðilegging; Irish: loitiméireacht, líomhadh, eirleach, urbhaidh, argain; Italian: distruzione; Japanese: 破壊, 破棄, 湮滅; Korean: 파괴(破壞), 멸망(滅亡); Kurdish Central Kurdish: ناھێشتن, وێرانی; Latin: exitium, clades; Macedonian: уништување; Malayalam: സംഹാരം, നശിപ്പിക്കൽ; Maori: whakangaromanga, whakamōtītanga, turakanga; Norwegian Bokmål: ødeleggelse; Pali: atipāta; Persian: تخریب; Polish: niszczenie, zniszczenie, destrukcja; Portuguese: destruição; Romanian: distrugere; Russian: разрушение, уничтожение; Sanskrit: नाश, विनाश, भङ्ग, संहार, निधन, ध्वंस, विभङ्ग, विध्वंश, विघटन; Scottish Gaelic: milleadh; Serbo-Croatian Cyrillic: уништење; Roman: uništénje; Slovak: zničenie; Slovene: uničenje; Sorbian Lower Sorbian: pótopjenje, wopusćenje; Spanish: destrucción; Swahili: uharibifu; Swedish: förstörelse, ödeläggelse; Tajik: тахриб; Tocharian B: nkelñe; Turkish: izmihlal, harap etme, tahribat, yıkma, yok etme; Ugaritic: 𐎕𐎎𐎚; Ukrainian: руйнування, знищення; Welsh: aball; Yiddish: אומקום