-η, -ο (Α ἀψήφιστος, -ον) ψηφίζω
νεοελλ.
Ι. 1. ασήμαντος, ανάξιος προσοχής
2. ταπεινός, άσημος
3. περιφρονημένος
4. απρεπής, ανάρμοστος
5. αυτός που δεν έχει ψηφιστεί
II. επίρρ. αψήφιστα
1. με αδιαφορία και περιφρόνηση
2. ασυλλόγιστα
αρχ.
εκείνος που δεν έχει ψηφίσει.