αἰσυμνήτης
English (LSJ)
αἰσυμνήτου, ὁ, Dor. αἰσιμνάτας,
A judge, umpire at games, Od.8.258.
2 overseer, bailiff, Theoc.25.48.
II ruler chosen by the people, elective monarch, Arist.Pol.1285a31, 1295a14, Arg.S.OT; compared with the Roman dictator, D.H.5.73.
2 title of magistrates in Greek cities, IG7.15 (Megara), GDI3045 (Chalcedon).
3 epithet of Dionysus in Achaia, Paus.7.21.6:—fem. αἰσυμνῆτις, ιδος, Suid.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): αἰσιμν- IG 7.15 (Mégara II a.C.), dór. αἰσιμνάτας GDI 3045 (Calcedón)
1 árbitro, juez en los juegos Od.8.258.
2 gobernante electivo con plenos poderes δύο μὲν οὖν εἴδη ταῦτα μοναρχίας, ἕτερον δ' ὅπερ ἦν ἐν τοῖς ἀρχαίοις Ἕλλησιν οὓς καλοῦσιν αἰσυμνήτας Arist.Pol.1285a31, cf. 1295a14, S.OT argumen.2
•c. una consideración semejante a la del tirano ὄστις ... αἰσυ[μ] νήτη<ν> [ἰσταί] η SIG 38.4 (Teos V a.C.) en SEG 31.984, αἰσυμνήτην οὐ στήσω SEG 31.985 (Teos V a.C.), αἰ. ἢ τύραννος Arist.Pol.1286b38
•como equiv. de lat. dictator D.H.5.73
•como tít. del jefe de un tíaso μολπῶν Milet 1(3).133.7, 17 (V a.C.), del jefe de los servidores δμώων Theoc.25.48, tít. de los miembros del Consejo en Mégara y sus colonias IG 7.15 (Mégara II a.C.), en Selinunte IO 22 (VI/V a.C.).
3 como epít. de dioses príncipe, soberano de Dioniso en Acaya, Paus.7.21.6.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 président ou juge d'un concours;
2 magistrat ayant obtenu des pouvoirs spéciaux en temps de crise.
Étymologie: αἰσυμνάω.
German (Pape)
ὁ, Hom. einmal, Od. 8.258 αἰσυμνῆται κριτοὶ ἐννέα, δήμιοι, vom Volk gewählte Kampfrichter; – Herrscher Dion.Hal. 5.73, αἱρετοὶ τύραννοι; Arist. Pol. 3.9.10; Aufseher Theocr. 25.48.
Russian (Dvoretsky)
αἰσυμνήτης: ου ὁ эсимнет
1 председатель или судья на состязании Hom.;
2 выборный носитель верховной власти Arst.;
3 начальник, староста - αἰ. τῶν ἀγρῶν Theocr.
Greek (Liddell-Scott)
αἰσυμνήτης: -ον, ὁ διατάττων τοὺς ἀγῶνας, ᾑρημένος ὑπὸ τοῦ λαοῦ, κοσμήτωρ, κριτὴς τῶν ἀγώνων, ὡς τὸ βραβεύς, Ὁδ. Θ. 258: ― καθόλου, πρόεδρος, διευθυντής, ἔφορος, Θεόκρ. 25. 48. ΙΙ. κυβερνήτης, ἄρχων, ᾑρημένος ὑπὸ τοῦ λαοῦ, ἡγεμὼν αἱρετός, (αἱρετὸς τύραννος), οὐχὶ ἀναγκαίως ἰσόβιος, Ἀριστ. Πολ. 3. 14, 8 καὶ 9., 4. 10, 2., ἄρχοντές τινες οὕτω καλούμενοι παρὰ Μεγαρεῦσι, συναρχίαι προεβουλεύσαντο ποτί τε τοὺς αἰσιμνάτας τὰν βουλὰν καὶ τὸν δᾱμον, Ἐπιγρ. Μεγάρ. 3016, καί, χρήματα δαμεύειν τοὺς αἰσιμνάτας, αὐτόθι, 3045, 5. (σημείωσαι τὴν διὰ τοῦ ι γραφήν)· ἴδε ὑπόθ. Σοφ. Ο. Τ., Λεξ. Ἀρχαιολ. 2) ἐν χρήσει πρὸς δήλωσιν τοῦ Ρωμαϊκοῦ dictator, Διον. Ἁλ. 5. 73: ― θηλ. αἰσυμνῆτις, ιδος, Σουΐδ. (Κατὰ τὸ Μ. Ἐτυμ. ἐκ τοῦ αἴσης μνήσασθαι, καὶ ὁ Κούρτιος ἐγκρίνει τὴν παραγωγὴν ταύτην).
Greek Monotonic
αἰσυμνήτης: -ου, ὁ (αἰσυμνάω), αυτός που έχει το γενικό πρόσταγμα των αγώνων, εκλεγμένος κριτής ή διαιτητής, σε Ομήρ. Οδ.· γενικά, πρόεδρος, διευθυντής, σε Θεόκρ.
II. αιρετός άρχοντας, σε Αριστ.
Middle Liddell
αἰσυμνάω
I. a regulator of games, a judge or umpire, Od.: a president, manager, Theocr.
II. an elective prince, Arist.