αὐτόσκευος

English (LSJ)

αὐτόσκευον, = αὐτουργός II, Poll. 10.14; self formed, without art, artless, φύσεως ἔρευθος αὐ. Aristaenet.2.21; αὐτοσκευῶς = guilelessly, naturally.

Spanish (DGE)

-ον
1 natural, que no tiene artificio φύσεως ἔρευθος αὐ. el sonrosado natural de un rostro Aristaenet.2.21.10.
2 adv. αὐτοσκευῶς = de modo natural ἀφελῶς τε καὶ αὐτοσκευῶς ἔχοντες Synes.Regn.15.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτόσκευος: -ον, ὁ μὴ κατασκευασθεὶς ὑπὸ τεχνίτου, ὅ ἐ. ἄτεχνος, κακοκαμωμένος, λύριόν τι ποιμενικόν, λιτὸν καὶ αὐτόσκευον, ὑπ’ αὐτοῦ τοῦ ποιμένος κατασκευασθὲν ἀτέχνως, Συνεσ. Ἐπιστ. 147, σ. 227Α, Πολυδ. Ι΄, 14· φύσεως ἔρευθος αὐτ. Ἀρισταίν. 2. 21.-Ἐπίρρ. αὐτοσκεύως Συνεσ. 16D.

Greek Monolingual

αὐτόσκευος, -ον (AM)
αυτός που δεν έχει κατασκευαστεί από τεχνίτη, άτεχνος, κακότεχνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + -σκευος < σκευή «εξοπλισμός» (πρβλ. άσκευος, ομόσκευος)].

German (Pape)

(σκευή), selbst zugerichtet, schlecht gemacht, λύριον Synes.; dah. kunstlos, φύσεως αὐτ. ἔρευθος Aristaen. 2.22; = αὐτουργός, Poll. 10.14.