λύριον
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
English (LSJ)
τό, Dim. of λύρα Ar.Ra. 1304, IG22.1388.80:—also λυρίς, ίδος, ἡ, Hdn.Gr.1.86.
German (Pape)
[Seite 71] τό, dim. von λύρα, Ar. Ran. 1304 u. Sp., wie Plut.
Russian (Dvoretsky)
λύριον: (ῠ) τό небольшая лира Arph.
Greek (Liddell-Scott)
λύριον: τό, ὑποκορ. τοῦ λύρα, ἐνεγκάτω τις τὸ λύριον Ἀριστοφ. Βάτρ. 1304, Συλλ. Ἐπιγρ. 150Β, 49· - ὡσαύτως λυρίς, ίδος, ἡ, Ἀρκάδ. 29. 5.
Greek Monolingual
λύριον, τὸ (Α) λύρα
μικρή λύρα.
Greek Monotonic
λύριον: τό, υποκορ. του λύρα, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
λύριον, ου, τό, [Dim. of λύρα, Ar.]