βαθύμαλλος
English (LSJ)
βαθύμαλλον, thick-fleeced, Pi.P.4.161, App.Mith. 103.
Spanish (DGE)
(βᾰθύμαλλος) -ον
• Prosodia: [-ῠ-]
1 de largos o espesos vellones, δέρμα τε κριοῦ βαθύμαλλον Pi.P.4.161, κῴδια App.Mith.103.
2 subst. τὸ β. estera de torvisco negro ref. a la alfombra formada por el fruto de la planta una vez seco, Hsch.
German (Pape)
[Seite 424] dicht-, langwollig, δέρμα κριοῦ Pind. P. 4, 161; κώδια App. Mithrid. 103.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βαθύμαλλος -ον βαθύς, μαλλός met dikke vacht.
Russian (Dvoretsky)
βαθύμαλλος: глубокорунный, длинношерстный (δέρμα κριοῦ Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
βᾰθύμαλλος: -ον, πυκνόμαλλος, Πίνδ. Π. 4. 286, Ἀππ. Μιθρ. 103.
English (Slater)
βᾰθῠμαλλος
1 deep-fleeced δέρμα τε κριοῦ βαθύμαλλον ἄγειν” (P. 4.161)
Greek Monolingual
βαθύμαλλος, -ον (Α)
πυκνόμαλλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + -μαλλος < μαλλός «μαλλί, τρίχωμα προβάτου» (πρβλ. δασύμαλλος)].